-
1 Throw
v. trans.P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. ἱέναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν.Throw in wrestling: Ar. and P. καταπαλαίειν (the passage in Eur., I. A. 1013, is doubtful), P. and V. καταβάλλειν.Trip up: P. ὑποσκελίζειν.Throw the javelin: P. and V. ἀκοντίζειν.Throw about: Ar. and P. διαρριπτεῖν (Xen.).Lose wilfully: P. and V. ἀποβάλλειν, P. προΐεσθαι.His head is thrown back. V. κάρα... ὑπτιάζεται (Soph.., Phil. 822).Throw down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι)., ἐπεμβάλλειν (τι).Be thrown from a chariot: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.) (Soph., O. R. 812).Throw fire into: P. and V. πῦρ ἐνιέναι εἰς (acc.).Throw oneself into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, V. dat. alone); see rush into.Throw in one's lot with: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετά (gen.).Throw in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw away: P. and V. ἀποβάλλειν, ἐκβάλλειν.Throw off the yoke of: use P. and V. ἀφίστασθαι (gen.) (lit., revolt from), or use be rid of, see Rid.Throw on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).Throw blame on: P. αἰτίαν ἀνατιθέναι (dat.); see Impute.Throw oneself on (another's mercy, etc.): P. παρέχειν ἑαυτόν (lit., yield oneself up).Throw out: P. and V. ἐκβάλλειν, ἀποβάλλειν; see cast out.Be thrown out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.Throw out a proposal, vote against it: Ar. and P. ἀποχειροτονεῖν.met., betray: P. and V. προδιδόναι.Fling away: P. προΐεσθαι; see Resign.As a defence: P. προσπεριβάλλειν.Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw up earth: P. ἀναβάλλειν χοῦν (Thuc., 4, 90), P. and V. χοῦν.They proceeded to throw up an embankment against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).These are the defences I threw up to protest Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).Throw upon: see throw on, throw down upon.Throw oneself upon: attack.——————subs.P. ῥῖψις, ἡ.Range: P. and V. βολή, ἡ.Of the dice: V. βολή, ἡ, βλῆμα, τό.Day by day you make your throw adventuring war against the Argives: V. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη (Eur., Rhes. 445).I trust that it ( the people) will yet throw a different cast of the dice: V. ἔτʼ αὐτὸν ἄλλα βλήματʼ ἐν κύβοις βαλεῖν πέποιθα (Eur., Supp. 330).Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).In wrestling: P. and V. πάλαισμα, τό.If you be matched and receive a fatal throw: V. εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσεῖ (Eur., El. 686).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throw
-
2 Bear
subs.P. ἄρκτος, ἡ.The Great Bear: P. and V. ἄρκτος, ἡ.——————v. trans.Of women: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν, V. γείνασθαι ( 1st aor. of γείνεσθαι) (also Xen. but rare P.), λοχεύεσθαι. ἐκλοχεύεσθαι.A wife to bear children: V. δάμαρ παιδοποιός, ἡ.Bear children in a place: P. and V. ἐντίκτειν (dat.).Endure: P. and V. φέρειν, ἀνέχεσθαι, ὑπέχειν, πάσχειν, ὑφίστασθαι, P. ὑπομένειν. V. καρτερεῖν, Ar. and V. τλῆναι ( 2nd aor. of τλᾶν) (also Isoc. but rare P.), ἀνατλῆναι ( 2nd aor. of ἀνατλᾶν) (also Plat. but rare P.), ἐξανέχεσθαι.Bear to the end: P. and V. διαφέρειν, V. ἀντλεῖν, ἐξαντλεῖν, διαντλεῖν, ἐκκομίζειν.Help to bear: P. and V. συμφέρειν (τινί τι), V. συνεκκομίζειν (τινί τι); v. intrans. with infin.following: P. and V. ἀνέχεσθαι (part.), Ar. and V. τλῆναι ( 2nd aor. of τλᾶν) (infin.), ἐξανέχεσθαι (part.); see bring oneself to.Bear arms: P. ὁπλοφορεῖν (Xen.), σιδηροφορεῖν.Bear arms against: P. ὅπλα ἐπιφέρειν (dat.), V. δόρυ ἐπιφέρειν (dat.).Turn: P. and V. τρέπεσθαι.Of a road: P. and V. φέρειν, ἄγειν.Bear along: P. and V. φέρειν.Bear away: P. and V. ἀποφέρειν, P. ἀποκομίζειν; see carry off.Bear down: P. and V. καθαιρεῖν.Bear forth: P. and V. ἐκφέρειν.Bear off: see carry off.Bear out: lit., P. and V. ἐκφέρειν, met. (a statement, etc.), P. βεβαιοῦν.Bear round: P. and V. περιφέρειν, P. περικομίζειν.v. intrans.: P. and V. καρτερεῖν, ἀνέχεσθαι. P. ὑπομένειν.Bear up against: see Endure.Bear with: see Endure.Acquiesce in: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), P. ἀγαπᾶν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.).Bear with a parent's natural anger: V. χαλᾶ τοκεῦσιν εἰκότως θυμουμένοις (Eur., Hec. 403). Bring to bear P. and V. προσφέρειν, προσάγειν, P. προσκομίζειν.Bringing engines to bear, he besieged ( the city): P. μηχανήματʼ ἐπιστήσας ἐπολιόρκει (Dem. 254).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bear
-
3 Pile
subs.Stake: P. σταυρός, ὁ, Ar. and P. χάραξ, ὁ or ἡ, V. σκόλοψ, ὁ (also Xen.).Pile of stones: V. λάϊνα ἐξογκώματα (Eur., H.F. 1332).Amid a pile of arms: V. σκύλων ἐν ὄχλῳ (Eur., Hec. 1014).Funeral pile: P. and V. πυρά, ἡ, V. πυρκαία, ἡ.——————v. trans.P. and V. νεῖν, P. συννεῖν.Collect: P. and V. συλλέγειν, συμφέρειν.Pile arms: P. ὅπλα τίθεσθαι.Axles were piled on axles and dead on dead: V. ἄξονες τʼ ἐπʼ ἄξοσι νεκροί τε νεκροῖς ἐξεσωρεύονθʼ ὁμοῦ (Eur., Phoen. 1194).Pile up: P. ἐπιπαρανεῖν, Ar. ἐπινεῖν.met., see Increase.Piling up the banked clouds: V. συντιθεὶς πυκνὸν νέφος (Eur., frag.).You see how many stones he has piled up over it ( the cave): Ar. ὁρᾷς ὅσους ἄνωθεν ἐπεφόρησε τῶν λίθων (Pax. 224).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pile
См. также в других словарях:
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
επιχωρώ — ἐπιχωρῶ, έω (Α) 1. υποχωρώ, ενδίδω (τὸ μὴ ἐπιχωρεῑν τοῑς ἀπιστοῡσιν τάδε», Σοφ.) 2. παραχωρὼ σε κάποιον («ὡς δὲ πάντα οἱ ἐπεχώρησαν, ἀνέζευξεν ἐς Πέργην», Αρρ.) 3. δίνω την άδεια 4. συγχωρώ («ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ καὶ δόξαν ἐπιχωρεῑν»,… … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
οπλοφορώ — (Α ὁπλοφορῶ, έω) [οπλοφόρος] φέρω όπλα, είμαι οπλισμένος αρχ. παθ. ὁπλοφοροῡμαι, έομαι (τινί) συνοδεύομαι από κάποιον, έχω κάποιον ως σωματοφύλακα … Dictionary of Greek